- σεγκόντο
- και σεκόντο και σιγόντο, το, Ν1. η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση ενός τραγουδιού («πρίμο σεγκόντο με όμορφη διπλοπενιά...»)2. φρ. α) «κάνω σεγκόντο» — σεγκοντάρωβ) «τού κρατάει σεγκόντο» — τόν υποστηρίζει, παίρνει το μέρος του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. secondo < λατ. secundus «δεύτερος» < sequor «ακολουθώ»].
Dictionary of Greek. 2013.